- εξερευνήσεις, γεωγραφικές
- Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως συμφέρον, που συνδυαζόταν με ένα αξιοσημείωτο πνεύμα περιπετειών, υπήρξε χωρίς αμφιβολία το πρωταρχικό κίνητρο των εξερευνητικών ταξιδιών. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι Αιγύπτιοι έμποροι πήγαν στη Νουβία (Σουδάν), στην Αιθιοπία, στη χερσόνησο του Σινά και στη Σομαλία πριν από τα στρατεύματα των φαραώ. Για τον ίδιο λόγο, αποκλειστικά δηλαδή για εμπορικούς σκοπούς, στους οποίους αργότερα προστέθηκαν και πολιτικοί λόγοι, οι Φοίνικες ξεκίνησαν από την ανατολική Μεσόγειο και έφτασαν στον Ατλαντικό όπου ίδρυσαν κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. την αποικία των Γαδείρων (Κάδιξ).
Οι συστηματικές όμως γ.ε. των εδαφών που βρέχονται από τη Μεσόγειο και των περιοχών που συνορεύουν με αυτήν άρχισαν μόλις κατά τα μέσα της 1ης χιλιετίας π.Χ. Ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος, μεταξύ του 6ου και του 5ου αι. π.Χ., άφησαν διάφορες αφηγήσεις σχετικές με τις γεωγραφικές γνώσεις της εποχής τους, που συχνά προσεγγίζουν την πραγματικότητα. Λίγες όμως είναι οι ενδείξεις, και σχεδόν πάντοτε αναξιόπιστες, οι σχετικές με τους εξερευνητές, στους οποίους οφείλονταν αυτές οι γνώσεις. Αφήνοντας κατά μέρος τους αρχαίους μυθικούς ταξιδιώτες –Ιάσονα, Οδυσσέα κ.ά.– βλέπουμε ότι ο Ηρόδοτος αναφέρει πως κάποιος Σάμιος με το όνομα Κωλαίος είχε ταξιδέψει κατά τον 7o αι. π.Χ. στη δυτική Μεσόγειο και ότι πρώτος αυτός είχε περάσει τις Ηράκλειες Στήλες (το στενό του Γιβραλτάρ), φτάνοντας στη μυθική πόλη Ταρτησσό, στη νότια Ισπανία. Πιο βέβαιες είναι οι πληροφορίες για κάποιον Ευθυμένη από τη Μασσαλία, ο οποίος κατά τα τέλη του 6ου ή σύμφωνα με άλλους του 5ου αι. π.Χ. περιέπλευσε τη βορειοδυτική Αφρική και έγραψε περιγραφή του ταξιδιού του με τον τίτλο Περίπλους έξω θαλάσσης, από την οποία σώζεται ένα απόσπασμα. Τα ίχνη του Ευθυμένη ακολούθησε κατά τον 5o αι. π.Χ. ο Καρχηδόνιος Άννων ο θαλασσοπόρος, που ξεκίνησε με 60 πλοία και ίσως με 30.000 άντρες και γυναίκες, με τους οποίους ίδρυσε πολυάριθμες αποικίες στις βορειοδυτικές ακτές της Αφρικής, φτάνοντας μέχρι τον κόλπο της Γουινέας· και αυτός έγραψε αφήγηση του ταξιδιού του, που διασώθηκε σε ελληνική μετάφραση υπό τον τίτλο Άννωνος Καρχηδονίων βασιλέως περίπλους των υπέρ τας Ηρακλέους στήλας Λιβυκών της γης μερών.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Στράβωνα, του Διόδωρου, του Πλίνιου και άλλων συγγραφέων, περίπου το 350 π.Χ. ένας Μασσαλιώτης Έλληνας, ο Πυθέας, πραγματοποίησε το πρώτο μεγάλο εξερευνητικό ταξίδι της ιστορίας για επιστημονικούς σκοπούς. Ξεκινώντας από τη Μασσαλία, αφού περιέπλευσε την Ιβηρική χερσόνησο, έφτασε στη Βρετανία και σε κάποιο νησί, τη Θούλη, που απείχε έξι ημέρες με το πλοίο –ίσως πρόκειται για τη Νορβηγία ή για κάποιο νησί του συμπλέγματος των Σέτλαντ– και συνέχισε το ταξίδι του κατά μήκος των ακτών της Γερμανίας μέχρι ένα σημείο που δεν καθορίζεται με ακρίβεια. Λίγα χρόνια αργότερα, η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου έκανε γνωστή στον δυτικό κόσμο μια τεράστια περιοχή της Ασίας, Α του Τίγρη και του Ευφράτη, από τη Μεσοποταμία έως τις Ινδίες, για την οποία υπήρχαν μόνο αβέβαιες και ασαφείς πληροφορίες από Πέρσες ταξιδιώτες και εμπόρους. Κατά την ίδια εποχή, ο Νέαρχος ο Κρης, ναύαρχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οδήγησε τον μακεδονικό στόλο κατά μήκος του Υδάσπη (του σημερινού Τζελούμ, στο ανατολικό Πακιστάν), του Παντζνάντ και του Ινδού έως τις εκβολές του στον Ινδικό ωκεανό και από εκεί, περνώντας τον Περσικό Κόλπο έως το στόμιο του Ευφράτη (325-324 π.Χ.).
Κατά τον 4o-3o αι. π.Χ. οι γεωγραφικές εξερευνήσεις είχαν προοδεύσει αρκετά, ώστε να δημιουργήσουν προβλήματα φυσικής γεωγραφίας, που παλαιότερα κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Παρατηρήθηκε, παραδείγματος χάριν –ίσως από τον Πυθέα– το φαινόμενο της πήξης, κατά τον χειμώνα, των θαλασσών του Βορρά, μελετήθηκαν καλύτερα οι παλίρροιες στα διάφορα πλάτη και παρατηρήθηκε το φαινόμενο της περιοδικής μεταβολής των μουσσώνων, που επέτρεψε πιο εκτεταμένες και πιο ασφαλείς εξερευνήσεις του Ινδικού ωκεανού. Κατά τη διάρκεια των πολυάριθμων ταξιδιών του, ο φιλόσοφος και φυσικός Ποσειδώνιος από την Απάμεια μελέτησε –μεταξύ 2ου και 1ου αι. π.Χ. – την αντιστοιχία μεταξύ της πορείας των παλιρροιών και των φάσεων της σελήνης, ασχολήθηκε με τα ηφαίστεια και σε ένα έργο του, Περί Ωκεανού (που δεν διασώθηκε), υποστήριζε ότι ο Ατλαντικός περιβάλλεται από ξηρές που έχουν αναδυθεί από τη θάλασσα. Κατά τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. ο Εύδοξος ο Κυζικηνός, αφού έκανε προηγουμένως δύο ταξίδια από την ξηρά στις Ινδίες, προχώρησε Ν του Ατλαντικού κατά μήκος των ακτών της Αφρικής, ίσως με τον σκοπό να παρακάμψει την ήπειρο και να φτάσει στην Ανατολή από τη θάλασσα, αλλά δεν έδωσε πια σημεία ζωής. Στο μεταξύ, από τις οδούς που άνοιξε η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου έφτασε στη Δύση η πρώτη μακρινή απήχηση για τις μυθικές χώρες του μεταξιού –Κίνα, Ιαπωνία κλπ.– και έγιναν γνωστές πληροφορίες, πάντοτε ασαφείς, πιο ασφαλείς όμως για τις Ινδίες, την Ινδοκίνα, τη Σρι Λάνκα και την Ιάβα.
Από τον 2o αι. π.Χ. οι ρωμαϊκές κατακτήσεις επέτρεψαν την εξερεύνηση είτε χωρών που ήταν ακόμα άγνωστες είτε των εσωτερικών ζωνών διαφόρων εδαφών, των οποίων προηγουμένως μόνο οι περιφερειακές περιοχές ήταν γνωστές, όπως η Γαλατία, η Ιβηρική χερσόνησος, η Βρετανία και η Γερμανία. Την εποχή του Νέρωνα, οι Ρωμαίοι έφτασαν μέχρι την περιοχή του Άνω Νείλου, στο Αιθιοπικό Υψίπεδο και στη Σαχάρα, επισκέφθηκαν την Αρμενία και τη βορειοδυτική Αραβία και άρχισαν να έχουν ειδήσεις, κάπως αβέβαιες ακόμα, για διάφορα νησιά του ωκεανού, όπως τα νησιά των Καναρίων, που τα ονόμαζαν Νήσους των Μακάρων. Το 83 μ.Χ., ο Αγρικόλας, Ρωμαίος διοικητής της Βρετανίας, περιέπλευσε το νησί με τον στόλο του συγκεντρώνοντας σπουδαία στοιχεία για τις σκανδιναβικές χώρες. Πάντοτε κατά τον 1o αι. μ.Χ., η Δύση πληροφορήθηκε για τις οδούς του μεταξιού που διέσχιζαν την Ασία, για τα νησιά του ινδονησιακού αρχιπελάγους, για την ύπαρξη ενός μεγάλου αφρικανικού ποταμού, του Νίγηρα, και εκτεταμένων ισημερινών λιμνών στο κέντρο της ίδιας ηπείρου κλπ. Από τις πληροφορίες αυτές, ο Κλαύδιος Πτολεμαίος, ένας από τους μεγαλύτερους γεωγράφους και φυσικούς της αρχαιότητας, έγραψε κατά τον 2o αι. π.Χ. το κλασικό έργο του Γεωγραφική υφήγησις.
Στις αρχές του Μεσαίωνα, οι γεωγραφικές εξερευνήσεις σημείωσαν οπισθοδρόμηση στην Ευρώπη, ενώ κατά τον 8o-9o αι., παρατηρήθηκαν μεγάλες μεταναστεύσεις των Αράβων, οι οποίοι έφτασαν έως την κεντρική Ασία, την Κίνα και τις Ινδίες. Ο Αλ Μασούντι, τον 10o αι., έφτασε έως την Ιάβα και τη Μαδαγασκάρη. Τότε όμως οι καιροί ήταν ώριμοι για πιο ευρείες και σημαντικές ανακαλύψεις. Μεταξύ 9ου και 10ου αι., οι Σκανδιναβοί Βίκινγκς πραγματοποίησαν ακριβείς εξερευνήσεις στον βόρειο Ατλαντικό, βελτιώνοντας τις γνώσεις, που μέχρι τότε ήταν πολύ λίγες, για την Ιρλανδία, τα νησιά Σέτλαντ και Φερόες και την Ισλανδία, που αποίκισαν τον 9o αι. και η οποία υπήρξε ο πρώτος σταθμός τους για τον διάπλου του Ατλαντικού. Πραγματικά, κατά τον 10o αι., με τον Έρικ τον Ερυθρό και τον γιο του, Λέιβ, οι Σκανδιναβοί ανακάλυψαν τη Γροιλανδία και έφτασαν μέχρι τις βορειοανατολικές ακτές της αμερικανικής ηπείρου.
Λίγο αργότερα, η εμπορική επέκταση των ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών, οι Σταυροφορίες και οι προσκυνήσεις στους Αγίους Τόπους συνέβαλαν σε μια ακόμα μεγαλύτερη διεύρυνση του γεωγραφικού ορίζοντα του δυτικού κόσμου. Άρχισε η εποχή των μεγάλων ανακαλύψεων, ιδιαίτερα στην Ανατολή και στη βορειοανατολική Ευρώπη, έργο κυρίως ιεραποστόλων και εμπόρων και κυρίως Ιταλών: του Τζοβάνι νταλ Πιαν ντελ Καρπίνε, του Οντόρικο ντα Πορντενόνε και κυρίως του Μάρκο Πόλο, ο οποίος μεταξύ 1271 και 1295 ταξίδεψε στην κεντρική και νότια Ασία, έμεινε για μεγάλο διάστημα στο Πεκίνο και επέστρεψε έπειτα με πλοίο στη Βενετία. Τον επόμενο αιώνα, ο Άραβας Ιμπν Μπατούτα (1304-1376) επισκέφθηκε σχεδόν όλες τις μουσουλμανικές χώρες, από τη βόρεια Αφρική έως τις Ινδίες, φτάνοντας και μέχρι τη νότια Ρωσία, την Κίνα και τη Μαλαισία, ενώ ο Ιταλός Τζοβάνι ντέι Μαρινιόλι (;-1359) έφτασε στο Πεκίνο με μία πρεσβεία του πάπα Βενέδικτου ΙΒ’.
Σχεδόν την ίδια εποχή, εντείνονται οι αναζητήσεις μιας θαλάσσιας οδού για τις Ινδίες, η οποία θα συντόμευε το μακρύ και δύσκολο δρομολόγιο από ξηρά, διαμέσου της Περσίας και του Πακιστάν. Πολλές απόπειρες έγιναν χωρίς επιτυχία και πολλοί βρήκαν τραγικό θάνατο, αλλά η πείρα και τα στοιχεία που συγκέντρωσαν αυτοί οι πρωτοπόροι υπήρξαν πολύτιμα για τους πιο τυχερούς θαλασσοπόρους του 15ου αι. Με την ενθάρρυνση του Ερρίκου του θαλασσοπόρου, ο Βενετός Αλβίζε Κα’ Ντα Μόστο και ο Γενοβέζος Αντονιότο Ουζοντιμάρε (1415-1461) πραγματοποίησαν πολυάριθμες εξερευνήσεις κατά μήκος των δυτικών ακτών της Αφρικής, φτάνοντας στο Πράσινο Ακρωτήριο και στα ομώνυμα νησιά, στον κόλπο της Γουινέας και ίσως στην Αγκόλα, ενώ ο Ντιόγκο Καν αποβιβάστηκε ίσως κοντά στο ακρωτήριο Κρος, στη νοτιοδυτική Αφρική· εκείνος, όμως, που είχε την τύχη και την ικανότητα να παρακάμψει το 1487 το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας (που ο ίδιος ονόμασε Τρικυμιώδες Ακρωτήριο), την αληθινή πύλη εισόδου στις Ινδίες, ήταν ο Πορτογάλος Βαρθολομαίος Ντίαζ. Όμως ο Ντίαζ δεν προχώρησε στον δρόμο που είχε ανακαλύψει, αφήνοντας το έργο αυτό στον συμπατριώτη του Βάσκο ντα Γκάμα, ο οποίος, τον Μάιο του 1498, αποβιβάστηκε κοντά στην Καλικούτ· ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που έφτασε στις Ινδίες με πλοίο.
Περίπου έξι χρόνια πριν, αναζητώντας άλλον, πιο σύντομο δρόμο επικοινωνίας με την Ανατολή, ο Χριστόφορος Κολόμβος, που ήταν στην υπηρεσία του βασιλιά της Ισπανίας, είχε ανακαλύψει την αμερικανική ήπειρο. Αν και το εγχείρημα αυτό θεωρήθηκε αργότερα ένα από τα σπουδαιότερα στην ιστορία των γ.ε., η απογοήτευση των Ισπανών υπήρξε μεγάλη στην αρχή από τη διαπίστωση ότι όχι μόνο δεν είχε βρεθεί δρόμος για τις Ινδίες αλλά και ότι η άγνωστη εκείνη γη φαινόταν να φράζει τη θάλασσα, εμποδίζοντας κάθε επικοινωνία με την Ασία.
Ωστόσο, η αναζήτηση διόδου από τον Ατλαντικό συνέβαλε στην ανακάλυψη των ανατολικών αμερικανικών ακτών. Κατά τα έτη 1499-1502 ο Αμέρικο Βεσπούτσι εξερεύνησε τις ακτές της γης αυτής προς την πλευρά του Ατλαντικού, που από αυτόν ονομάστηκε Αμερική, μεταξύ 12° βόρειου πλάτους και 50° νότιου. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1513, ο Βάσκο Νούνιεθ ντε Μπαλμπόα πέρασε με 190 Ισπανούς και πολυάριθμους Ινδιάνους τον ισθμό του Παναμά και αντίκρισε για πρώτη φορά τον Ειρηνικό.
Οι επιχειρήσεις του Κορτές στο Μεξικό και του Φρανθίσκο Πισάρο στο Περού αποτέλεσαν αποφασιστικό βήμα προς τα εμπρός για τις γνώσεις σχετικά με τη Νότια και Κεντρική Αμερική. Κατά την ίδια εποχή, οι Ισπανοί κατέλαβαν τις Αντίλλες και εξερεύνησαν τον Κόλπο του Μεξικού και τις σημερινές νότιες περιοχές των ΗΠΑ, από τη Φλόριντα έως την Καλιφόρνια. Τέλος, ο Πορτογάλος Μαγγελάνος, στην υπηρεσία του βασιλιά της Ισπανίας, παραπλέοντας τις ατλαντικές ακτές της Νότιας Αμερικής ανακάλυψε, το 1520, μία δίοδο μεταξύ Ατλαντικού και Ειρηνικού (το στενό του Μαγγελάνου), γεγονός που του επέτρεψε να πραγματοποιήσει τον πρώτο γύρο της υδρογείου.
Η πορεία προς τις Ινδίες και την Άπω Ανατολή, από τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό, ήταν πιο δύσκολη από εκείνη που περνούσε από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Γι’ αυτό αναζητήθηκαν άλλοι πιο σύντομοι θαλάσσιοι δρόμοι ανάμεσα στις δύο ηπείρους· αυτοί ήταν, εξαιτίας της σφαιρικότητας της Γης, οι αρκτικοί δρόμοι κατά μήκος των βόρειων παρυφών της Αμερικής και της Ασίας. Τις αναζητήσεις διόδου προς τα ΒΔ και προς τα ΒΑ, αρκετά συχνά δραματικές, ανέλαβαν κυρίως Άγγλοι, Γάλλοι και Ρώσοι εξερευνητές. Ο αποικισμός αυτός της Βόρειας Αμερικής και της Σιβηρίας είχε κινήσει έντονο ενδιαφέρον στη Ρωσία. Και αν οι προσπάθειες αυτές απέβησαν άκαρπες από πολιτική και εμπορική άποψη, είχαν θεμελιώδη σπουδαιότητα για τη γνώση των βόρειων περιοχών της υδρογείου.
Όταν απέτυχαν οι απόπειρες των Ιταλών, Τζοβάνι και Σεμπαστιάνο Καμπότο, να βρουν δίοδο προς τα ΒΔ, επιχείρησε το ίδιο, το 1524 –και αυτός ανεπιτυχώς– ο Φλωρεντινός Τζοβάνι ντα Βερατσάνο, ο οποίος όμως έκανε ακριβείς παρατηρήσεις των βορειοανατολικών ακτών των ΗΠΑ. Τα σχέδια των Καμπότο και Βερατσάνο συνέχισε ο Γάλλος Ζακ Καρτιέ, ο οποίος, κατά τη διάρκεια τριών ταξιδιών του στον Καναδά (1534-41) έφτασε μέχρι τον κόλπο και τον ποταμόκολπο του Σεντ Λόρενς και εξερεύνησε τη Νέα Γη, το νότιο Λαμπραντόρ και τα νησιά της Αντικόστ και Πρίγκιπα Εδουάρδου. Μετά, ήρθε η σειρά τεσσάρων Άγγλων: του Μάρτιν Φρόμπισερ (1535-1594), ο οποίος, παραπλέοντας τη νότια Γροιλανδία, μπήκε το 1576 στον κόλπο που πήρε το όνομά του· του Τζον Ντέιβις, που το 1588 έφτασε πρώτος μέχρι το βόρειο πλάτος των 72° 12’· του Χένρι Χάντσον, ο οποίος κατά το τελευταίο από τα τέσσερα ταξίδια του στον Αρκτικό ωκεανό ανακάλυψε (1610-11) τον μεγάλο κόλπο που φέρει το όνομά του, όπου και πέθανε· και του Γουίλιαμ Μπάφιν, ο οποίος το 1616 εξερεύνησε την ευρεία θαλάσσια λεκάνη, που ονομάστηκε αργότερα κόλπος του Μπάφιν, και τα γειτονικά στενά.
Ταυτόχρονα αναζητούσαν δίοδο προς τα ΒΑ. Οι πρώτες απόπειρες έγιναν από την αγγλική εταιρεία της Μοσκοβίας. Ο Σεμπαστιάνο Καμπότο οργάνωσε, το 1553, εξερευνητική αποστολή στην αρκτική Ευρώπη με την αρχηγία του Άγγλου Χιου Γουίλομπι (;-1554)· στο ταξίδι αυτό, που οδήγησε στην ανακάλυψη της Λευκής θάλασσας, πήραν μέρος οι Ρίτσαρντ Τσάνσελορ (;-1556) και Στίβεν Μπάροου (1525-1584), ο οποίος, σε ένα επόμενο ταξίδι, περνώντας το στενό Γιουγκόρ, αποβιβάστηκε στο νησί Βάιγκατς, απέναντι από τις βόρειες ακτές της Σιβηρίας. Κατά τα ίδια χρόνια, ο Ολλανδός Βίλεμ Μπάρεντς, μεταξύ 1594 και 1596, έφτασε στη Νόβαγια Ζεμλιά, στο στενό Κάρα, στη νήσο των Άρκτων και στη Σπιτσβέργη, διασχίζοντας τη θαλάσσια λεκάνη που πήρε το όνομά του· το 1607 και ο Χάντσον ξεκίνησε για την αναζήτηση διόδου προς τα ΒΑ, αλλά αποκλείστηκε από τους πάγους.
Στο μεταξύ, συνεχίστηκε η εξερεύνηση των εκτάσεων της κεντρικής και νότιας Ασίας (Κίνα, Ιαπωνία, Θιβέτ κλπ.), που άνοιξαν σταδιακά στη διείσδυση του ευρωπαϊκού εμπορίου. Συνεχίζοντας το έργο του Αλφόνσο ντε Αλμπουκέρκε, θεμελιωτή της πορτογαλικής ισχύος στην Ανατολή, οι Πορτογάλοι έφτασαν στην Καντόνα το 1513 και αποβιβάστηκαν για πρώτη φορά στην Ιαπωνία –την Τσιπάνγκο του Μάρκο Πόλο– το 1542. Στις αρχές του επόμενου αιώνα, ο Ματέο Ρίτσι, της Εταιρείας του Ιησού, ο οποίος είχε κληθεί στην αυλή του Πεκίνου, άρχισε συστηματικό κήρυγμα του Ευαγγελίου στην Κίνα, το οποίο έμελλε να φέρει τους ιησουίτες πέρα από τα σύνορα της απέραντης αυτή χώρας.
Μεταξύ των πολλών ιερωμένων που συνέβαλαν σημαντικά στη γνώση της Ασίας, αξίζει να αναφερθούν οι Πορτογάλοι Μπέντο ντε Γκόες (1562-1607), που πραγματοποίησε το 1602 ένα μεγάλο ταξίδι, περνώντας από τις Ινδίες, το Αφγανιστάν και τη Μογγολία, και Avτόνιο ντε Αντράδε (1580-1634) ο οποίος, αφού διέσχισε την αλυσίδα των Ιμαλαΐων, επισκέφθηκε το Θιβέτ, ταξίδι που επιχείρησε έναν αιώνα αργότερα ο Ιταλός Ιπόλιτο Ντεζιντέρι (1684-1733). Αντίθετα, για συμφέροντα καθαρά εμπορικά, εισέδυσαν στο εσωτερικό της Ασίας οι Άγγλοι Άντονι Τζένκινσον (;-1611), Άντονι Σέρλεϊ (1565-1635), Τζέιμς Λάνκαστερ (;-1618) και Τόμας Χέρμπερτ (1606-1682), ο οποίος διέσχισε όλη την Περσία και πήγε στη Μαδαγασκάρη, στη Σρι Λάνκα και στα νησιά Μαυρίκιου και Αγίας Ελένης.
Στο μεταξύ, οι Ρώσοι είχαν αρχίσει από τα μέσα του 16ου αι. την εξερεύνηση και τον αποικισμό της Σιβηρίας· το 1632 έφτασαν στις πηγές του ποταμού Λένα· το 1649, ο Σεμέν Ιβάνοφ Ντέσνιεφ έφτασε στο Ανατολικό Ακρωτήριο (σήμερα Ακρωτήριο Ντέσνιεφ), το ακραίο βορειοανατολικό σημείο της Ασίας, και διέκρινε το στενό που χωρίζει την ασιατική από την αμερικανική ήπειρο, στενό που πέρασε το 1728 ο Δανός Βίτους Μπέρινγκ και το οποίο ονομάστηκε Βερίγγειος πορθμός από το όνομά του (Μπέρινγκ). Επίσης, κατά τον 17o αι. ανακαλύφθηκε και εξερευνήθηκε ένα μέρος του κόσμου που μέχρι εκείνη τη στιγμή κανείς δεν είχε υποπτευθεί: η Ωκεανία. Μεταξύ των πρωτοπόρων που ταξίδεψαν στις περιοχές αυτές ήταν οι Ολλανδοί Βίλεμ Γιάνσζοον (;-1636), ο οποίος ανακάλυψε τη δυτική ακτή της χερσονήσου του Γιορκ (Αυστραλία), και Άμπελ Γιάνσζοον Τάσμαν, στον οποίο οφείλεται η ανακάλυψη (1642) της γης που ονομάστηκε αργότερα προς τιμήν του Τασμανία, της Νέας Ζηλανδίας και του αρχιπελάγους των Τόνγκα, και ο Πορτογάλος Πέντρο Φερνάντες ντε Καϊρός ή Κιρός (1565-1615) που ολοκλήρωσε δύο εξερευνήσεις από το Καλιάο, φτάνοντας κατά την πρώτη (1595) στα νησιά Μαρκέσας και κατά τη δεύτερη (1605) στις Νέες Eβρίδες (σημερινό Βανουάτου).
Τον 18o αι. άρχισε νέα φάση στην ιστορία των γ.ε. Δεν ήταν πια οι θρησκευτικές αδελφότητες ή οι εμπορικές εταιρείες (όπως, π.χ., η Βρετανική ή η Ολλανδική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών) ή οι διάφοροι ηγεμόνες εκείνοι που οργάνωναν και χρηματοδοτούσαν τα ταξίδια και τις εξερευνήσεις· οι εξερευνήσεις πραγματοποιούνταν κατά μεγάλο μέρος για λογαριασμό των γεωγραφικών εταιρειών, που ιδρύθηκαν γι’ αυτό τον σκοπό στις πιο προηγμένες χώρες. Σκοπούς κατά κύριο λόγο επιστημονικούς είχαν, για παράδειγμα, τα ταξίδια του Άγγλου Τζέιμς Κουκ, ο οποίος μεταξύ άλλων απέδειξε ότι η Νέα Γουινέα ήταν νησί, έφτασε πρώτος έως το νότιο πλάτος 71° 10’ και περιέγραψε με ακρίβεια την τοπογραφία διαφόρων περιοχών του νότου, όπως οι Μαρκέσας, η Νέα Καληδονία, τα νησιά Σάντουιτς (Χαβάη) κλπ., και η εξερευνητική αποστολή με αρχηγό τον Αλεσάντρο Μαλασπίνα (1754-1810) στη Νότια Αμερική, μεταξύ 1789 και 1794.
Στο μεταξύ συνεχίζονταν, χρήσιμες πάντοτε, και οι εξερευνήσεις για λόγους κυρίως οικονομικούς. Έτσι στη Βόρεια Αμερική –όπου ήδη το 1615 ο Σαμουέλ ντε Σαμπλέν είχε επισκεφθεί την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών μεταξύ της λίμνης Νίπισινγκ και του ποταμού Οτάβα και ο Ρενέ Ρομπέρ ντε Λα Σαλ (1643-1687) είχε εξερευνήσει τον Οχάιο και τη λεκάνη του Μισισιπή– η Εταιρεία του Κόλπου Χάντσον, για να αυξήσει το εμπόριο γουναρικών, έστειλε πολυάριθμους πράκτορές της, που διέτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις τον Καναδά. Έμπορος γουναρικών ήταν, για παράδειγμα, ο Σκοτσέζος Αλεξάντερ Μακένζι, που περιέγραψε με ακρίβεια τις βορειοδυτικές περιοχές της χώρας αυτής, και επιστήμονες οι Αμερικανοί Σάιμον Φρέιζερ (1776-1862), Μεριγουέδερ Λιούις (1774-1809) και Γουίλιαμ Κλαρκ (1770-1838), ο Ιταλός Τζάκομο Κονσταντίνο Μπελτράμι (1779-1855), που ανακάλυψε τις πηγές του Μισισιπή, και ο σημαντικότερος, ο Γερμανός Αλεξάντερ φον Χούμπολτ.
Και η Αυστραλία, όμως, και η καρδιά της Αφρικής εξερευνήθηκαν κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αι.· η Αυστραλία από τους Άγγλους Μάθιου Φλίντερς (1774-1814), Τζορτζ Μπας (1760-1817;), του οποίου το όνομα δόθηκε στον μεταξύ Αυστραλίας και Τασμανίας θαλάσσιο βραχίονα, τον Αυστραλό Τσαρλς Στερτ (1795-1869), τον Γερμανό Λούντβιχ Λάιχαρτ (1813-1848), τον Ιρλανδό Ρόμπερτ O’ Χάρα Μπούρκε (1820-1861), τον Ιταλό Λουίτζι Μαρία ντ’ Αλμπέρτις (1841-1901) κ.ά. Η Αφρική, μέχρι τις πηγές των ποταμών Νίγηρα, Νείλου, Κόνγκου, Ζαμβέζη, από τον Σκοτσέζο Μάνγκο Παρκ (1771-1805), τον Άγγλο Ρίτσαρντ Λάντερ (1804-1834), τον Γερμανό Χάινριχ Μπαρτ (1821-1865) κ.ά. Κατά τα μέσα του 19ου αι. ο Άγγλος Τζον Χάνινγκ Σπικ (1827-1864) εξερεύνησε τις λίμνες Ταγκανίκα και Βικτορίας και λίγο αργότερα ο Ουαλός Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ και ο Γαλλοϊταλός Πιερ Σαβορνιάν ντε Μπραζά επισκέφθηκαν την Γκαμπόν και τη λεκάνη του Κόνγκου. Η εξερεύνηση του Ζαμβέζη συνδέεται με το όνομα του Στάνλεϊ και του Ντέιβιντ Λίβινγκστον. Επίσης, οι Ιταλοί έκαναν σημαντικές εθνογραφικές έρευνες, κυρίως στην ανατολική Αφρική.
Μεταξύ του τέλους του 19ου αι. και των πρώτων δεκαετιών του 20ού συμπληρώθηκαν οι γνώσεις μας για το Θιβέτ και τις άλλες περιοχές της κεντρικής Ασίας –κυρίως με τη συμβολή του Σουηδού Σβεν Άντερς Χέντιν– και για την Αραβική χερσόνησο, με το εξερευνητικό έργο του Άγγλου Τσαρλς Μόνταγκιου Ντάουτι (1843-1926), ενώ σημείωσαν μεγάλες προόδους οι εξερευνήσεις των πολικών περιοχών, που κορυφώθηκαν με την κατάκτηση του Βόρειου Πόλου, στις 6 Απριλίου 1909, από τον Αμερικανό Ρόμπερτ Έντουιν Πίρι (του οποίου όμως φαίνεται ότι είχε προηγηθεί, στις 21 Απριλίου 1908, ο συμπατριώτης του Φρέντερικ Άλμπερτ Κουκ) και του Νότιου Πόλου, στον οποίο έφτασε στις 14 Δεκεμβρίου 1911 ο Νορβηγός Ρόαλντ Ένγκελμπερτ Αμούδσεν και στις 18 Ιανουαρίου 1912 ο Άγγλος Ρόμπερτ Φόκον Σκοτ.
Τώρα πια όλη σχεδόν η γήινη επιφάνεια έχει εξερευνηθεί, εκτός από μία περιορισμένη ζώνη, στην οποία είναι πιο δύσκολη η διείσδυση: τις πολικές περιοχές και τις περιοχές του ισημερινού· ακόμα, χάρη στην αεροπορία, οι χάρτες των ηπείρων σχεδιάστηκαν με βεβαιότητα και με μορφή οριστική. Κατά τα τελευταία χρόνια, οι εξερευνήσεις προσανατολίζονται προπάντων προς την κατάκτηση των υψηλότερων κορυφών της Γης και των θαλάσσιων βυθών: μόλις στις 29 Μαΐου 1953, για παράδειγμα, κατόρθωσε ο Νεοζηλανδός Έντμουντ Χίλαρι και ο Νεπαλέζος οδηγός του, Τένζινγκ, να φτάσουν στην κορυφή του Έβερεστ (8.848 μ.), ενώ στις 22 Ιανουαρίου 1960 ο Ζακ, γιος του Ογκίστ Πικάρ, έφτασε με το βαθυσκάφος του Τεργέστη σε βάθος 10.915 μ. στις 11° 20’ 9’ βόρειου πλάτους και 142° 11’ 5’ ανατολικού μήκους.
H ΒΑΘΜΙΑΙΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ
Ο Άγγλος θαλασσοπόρος Ντάμπιερ εξερεύνησε τις ακτές της Αυστραλίας και διάφορα νησιά της Ωκεανίας.
1750-1900 H ΒΑΘΜΙΑΙΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ
Καραβάνι Αράβων εμπόρων. Με τα ταξίδια τους, κατά τον Μεσαίωνα, οι Άραβες έμποροι συνέβαλαν στην εξερεύνηση της Ασίας και της Αφρικής.
Η αναχώρηση των τριών καραβελών του Χριστόφορου Κολόμβου στις 3 Αυγούστου 1492 από το Πάλος· η ανακάλυψη της αμερικανικής ηπείρου αποτέλεσε την αφετηρία μεγάλων εξερευνήσεων.
Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΩΝ 1400-1600
ΔΙΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΑ
Αιγυπτιακό πλοιάριο ενώ ταξιδεύει, σε τοιχογραφία του τάφου του Σνεφρού. Τα ταξίδια των Αιγυπτίων στο Σουδάν και στη Σομαλία, που γίνονταν για εμπορικούς κυρίως σκοπούς, ήταν από τα αρχαιότερα εξερευνητικά ταξίδια· τα κίνητρά τους υπήρξαν οικονομικά.
Αντίγραφο των πλοίων που χρησιμοποιούσαν οι Βίκινγκς για τις εξερευνήσεις τους στον βόρειο Ατλαντικό (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.